- πού
- ποῡ, ΝΜΑ, και ιων. τ. κοῡ, Α(ερωτ. επίρρ. που εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτ. προτάσεις)1. (με τοπ. σημ.) σε ποιο μέρος, σε ποιον τόπο (α. «πού μένεις;» β. «ποῡ τὰς Ἀθήνας φασὶν ἱδρῡσθαι χθονός», Αισχύλ.)2. (με τροπ. σημ.) πώς, με ποιον τρόπο, από ποιον (α. «πού τό ξέρεις ότι έφυγε;» β. «δείξεις δὲ ποῡ μοι πατρὸς ἐκ ταὐτοῡ γεγώς;», Ευρ.)νεοελλ.1. χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό φράσεων, οι οποίες δηλώνουν: α) έντονη απορία («πού τά έμαθες αυτά τα βρωμόλογα;»)β) έντονη άρνηση («πού να ξέρεις τί σού μαγειρεύει»)γ) έλλειψη, ανάγκη («πού λεφτά για τέτοιες δουλειές»)2. φρ. α) «πού και πού» ή «αριά και πού» — λέγεται για κάτι που γίνεται κάθε τόσο ή σπάνια («πού και πού πιάνει και στο νησί μας κανένα βαπόρι»)β) «από πού κι ώς πού» — δηλώνει αμφιβολία και αγανάκτηση («από πού κι ώς πού γυρεύει μερίδιο;»)3. παροιμ. «κάλλιο νά το, παρά πού 'ν' το» — λέγεται για να δηλώσει ότι είναι καλύτερο να έχει κανείς κάτι σίγουρο παρά να περιμένειαρχ.1. (σε ερωτήσεις που δηλώνουν αγανάκτηση, ιδίως στην τραγωδία) με ποιο δικαίωμα («ποῡ σὺ στρατηγεῑς τοῡδε;», Σοφ.)2. (με όχι αυστηρά τοπ. σημ.) σε ποιο σημείο («ποῡ σοι τύχης ἕστηκεν» — σε ποιο σημείο τής τύχης βρίσκεται, Σοφ.)3. (με συμπερ. σημ.) αναμφίβολα, αναμφισβήτητα («κοῡ γε δή...» — πώς δεν θα..., Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών και αόρ. αντωνυμιών και επιρρημάτων + επιρρμ. κατάλ. -οῦ (πρβλ. ὁμ-οῦ)].
Dictionary of Greek. 2013.